- πυρρογένειος
- πυρρο-γένειος, ον,A red-bearded, AP7.707 (Diosc.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρρογένειος — red bearded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρογένειος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα γένια, κοκκινογένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + γένειος (< γένειον), πρβλ. δασυ γένειος] … Dictionary of Greek